ριβοφλαβίνη

ριβοφλαβίνη
η, Ν
(βιοχ.) η βιταμίνη Β2.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • φλαβινομονονουκλεοτίδιο — το, Ν (βιοχ.) παράγωγο τής ριβοφλαβίνης, εστέρας της στον οποίο η φωσφορική ομάδα έχει εστεροποιηθεί στο ριβιτυλο τμήμα τής ριβοφλαβίνης, αλλ. 5 φωσφορική ριβοφλαβίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. flavin mononucleotide] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”